Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Τσίπουρο, ρακί ή τσικουδιά, ποιά η διαφορά τους.


Πόσοι γνωρίζουν τι διαφορές έχουν ως προς τη σύσταση, αλλά και την παραγωγή τους;
Σαντορίνη, αποστολή: Ματθαίος Παπαοικονόμου-Σιδέρης
Ο Λουκάς Λυγνός, ιδιοκτήτης της ποτοποιίας – αποσταγματοποιίας «Κάναβα Σαντορινή», αναλαμβάνει να μας μυήσει στα μυστικά των ελληνικών ποτών. Η βιοτεχνία του παράγει ούζο, τσικουδιά, καθώς κι άλλα λικέρ. Για την ακρίβεια, η «Κάναβα Σαντορίνη» βγάζει το μοναδικό ούζο του νησιού. Κίνηση αρκετά τολμηρή, δεδομένου ότι μερικά ναυτικά μίλια μακρύτερα βρίσκεται το νησί που το όνομά του έχει ταυτιστεί όσο κανενός άλλου με το ούζο. Μιλάμε φυσικά για τη Λέσβο και το Πλωμάρι.
Ο Λουκάς, ωστόσο, πιστεύει πως το προϊόν που παράγει, έχει τις δικές του αρετές. «Κάθε τόπος έχει και τα δικά του χαρακτηριστικά. Εμείς καταφέραμε να βάλουμε πινελιές από τη θηραϊκή γη, όπως τη χρήση σταφίδας, κι αυτό του δίνει μια ιδιαίτερη γεύση», εξηγεί, δίχως καμία διάθεση αυταρέσκειας. Ο ίδιος χρησιμοποιεί για το ούζο μια συνταγή από τη Σμύρνη, που φυσικά δεν αποκαλύπτει.
«Ο πατέρας μου ξεκίνησε από το ’66-’69 να πειραματίζεται και έφτιαχνε ούζο. Ήταν ναυτικός και κάποια στιγμή έφτασε στα χέρια του μια παλιά σμυρνέικη συνταγή από έναν παππού. Οι ρίζες της συνταγής είναι πάρα πολύ παλιές και την ίδια χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα, παρόλα τα σύγχρονα μέσα και μηχανήματα».
«Ούζο, το κατεξοχήν ελληνικό προϊόν»
Ρωτώντας για την προέλευση του ούζου, μαθαίνουμε ότι «είναι το κατεξοχήν ελληνικό προϊόν».
«Οι ρίζες του είναι πανάρχαιες», προσθέτει ο Λουκάς.
Στο ερώτημα τι προτιμούν οι ξένοι τουρίστες, μεταξύ ούζου και τσικουδιάς, ο ίδιος εμφανίζεται κατηγορηματικός: «Ο κόσμος αγοράζει κυρίως ούζο. Είμαστε σε ένα τουριστικό νησί. Το ούζο είναι εξ ολοκλήρου ελληνικό προϊόν. Οπότε ο επισκέπτης που έρχεται στην Ελλάδα, θέλει να δοκιμάσει ένα καθαρά ελληνικό προϊόν».
Πώς γίνεται όμως η παραγωγή του; «Παίρνουμε καθαρή αλκοόλη γεωργικής προέλευσης την οποία την τροφοδοτεί το κράτος. Εμείς παίρνουμε την αλκοόλη και την αρωματίζουμε. Τη βάζουμε στο καζάνι και προσθέτουμε το γλυκάνισο και διάφορα αρωματικά βότανα. Γίνεται ο βρασμός κι έτσι παίρνεις τα αρωματικά που έχεις προσθέσει. Ο ατμός υγροποιείται και παίρνουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε», εξηγεί ο Λουκάς
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ούζο του Λουκά έχει διακριθεί και στο εξωτερικό, αποσπώντας μάλιστα χρυσό μεταλλείο σε διαγωνισμό στη Γερμανία. «Κάποιος φίλος που πιστεύει στα προϊόντα μας, έστειλε το δικό μου και πήρε το χρυσό μετάλλιο ανάμεσα σε πολλά ούζα. Αυτό άνοιξε πολλές πόρτες. Σιγά-σιγά άρχισαν να παίρνουν τηλέφωνο από τη Γερμανία και να ρωτούν “πού μπορούμε να το βρούμε;” Δεν χρειάστηκε καμία προώθηση. Η καλύτερη προώθηση είναι η ποιότητα του προϊόντος και ο καταναλωτής που το δοκιμάζει», λέει ο ιδιοκτήτης της βιοτεχνίας, αν και όπως διευκρινίζει το 90% της παραγωγής καταλήγει στη Σαντορίνη και μόνο το 10% σε Αθήνα και εξωτερικό.
Τι διαφορά έχει το ούζο με την τσικουδιά;
Ωστόσο, ο Λουκάς Λυγνός δεν περιορίζεται στο ούζο. Αυτό φανερώνει άλλωστε και ο χαρακτηρισμός της βιοτεχνίας «Κάναβα Σαντορινή» ως ποτοποιία – αποσταγματοποιία: Ποτοποιία λόγω της παραγωγής ούζου και λικέρ και αποσταγματοποιία λόγω της τσικουδιάς, κάτι που μας φέρνει στη διαφορά των δύο παραδοσιακών ποτών.
Ο Λουκάς αναλαμβάνει να εξηγήσει: «Η διαφορά με το ούζο, είναι ότι το ούζο είναι 70% απόσταγμα, ενώ η τσικουδιά είναι 100% απόσταγμα, την παράγουμε εμείς. Το υπόλοιπο 30% στο ούζο είναι με προσθήκη νερού».
Σε αντίθεση λοιπόν με το ούζο, που ο ίδιος παίρνει έτοιμη την αλκοόλη, για την τσικουδιά αναλαμβάνει να την παρασκευάσει ο ίδιος με πρώτη ύλη όσα μένουν μετά τη διαδικασία της οινοποίησης, δηλαδή τα στέμφυλα και υπολείμματα του κρασιού. «Η απόσταξη συνδέεται με την οινοποίηση. Χωρίς οινοποίηση δεν υπάρχει απόσταξη καθώς όλα τα προϊόντα μας παράγονται από τα στέμφυλα. Παρόλο που εγώ δεν παράγω κρασί, παίρνω τα υπολείμματα του σταφυλιού ή τα υπολείμματα του κρασιού, την οινολάσπη, ή και το κρασί ακόμη -τις “πιέσεις”- και τα αποστάζω».
Δείχνοντάς μας το αποστακτήριο, συνεχίζει: «Βάζουμε τα στέμφυλα που έχουν γύρω στους 11-12% βαθμούς αλκοόλη και θα βγάλουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε με το βρασμό, καθώς το οινόπνευμα που είναι ελαφρύ, είναι εκείνο που φεύγει πρώτο. Γίνεται ατμός. Ελέγχουμε τη θερμοκρασία του ατμού πάνω από τα φινιστρίνια, ώστε να μην περάσουν κατάλοιπα από το οινόπνευμα. Ο ατμός πηγαίνει μέσα στον ‘λουλά,’ στον ψύκτη. Εκεί ψύχεται και περνά στις δεξαμενές αυτόματα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.